πολύκρα(σ)το

πολύκρα(σ)το
το, Ν
(ορυκτ.) σπάνιο ορυκτό τού υττρίου, τού δημητρίου και τού θορίου, ενωμένων με τιτάνιο και νιόβιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polycrase < γερμ. Polykras < πολυ-* + κράση (< θ. κρᾱ- τού κεράννυμι*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολύκρανον — πολύκρᾱνον , πολύκρανος many headed masc/fem acc sg πολύκρᾱνον , πολύκρανος many headed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκράνου — πολυκρά̱νου , πολύκρανος many headed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύκρανος — πολύκρᾱνος , πολύκρανος many headed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”